Αποτελέσματα του 1ου διαγωνισμού συγγραφής παιδικού παραμυθιού & Έναρξη του διαγωνισμού εικονογράφησης.
Αγαπητά μας παιδιά & γονείς ,
Ο 1ος Διαγωνισμός Συγγραφής Παιδικού Παραμυθιού με θέμα « Τα παιδιά γράφουν το δικό τους παραμύθι », του Συλλόγου μας , ολοκληρώθηκε στο 1ο μέρος του , όπου τα παιδιά καλούνταν να γράψουν ένα παραμύθι , το οποίο θα είχε 6 λέξεις. Χωράφι, Ψαράς, Πεταλούδα, Ηλιοβασίλεμα, Αλεπού και Κλείδι.
Η απόφαση για τον νικητή ήταν δύσκολη, έτσι η επιτροπή αποφάσισε να ανακηρύξει νικητές 2 παιδιά. Οπότε ο διαγωνισμός συνεχίζεται με την εικονογράφηση 2 παραμυθιών.
Η εικονογράφηση, υπευνθυμίζουμε , έχει τους εξής όρους :
1. Ο διαγωνισμός αφορά τη συμμετοχή παιδιών.
2. Τα έργα που μπορούν να συμμετέχουν στον διαγωνισμό πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:
Να μην έχουν παρουσιαστεί και να μην έχουν αναρτηθεί σε ιστότοπο του διαδικτύου.
Να είναι πρωτότυπα.
Κάθε καλλιτέχνης μπορεί να υποβάλει μία μόνο συμμετοχή.
2. Τα έργα που μπορούν να συμμετέχουν στον διαγωνισμό πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:
Να μην έχουν παρουσιαστεί και να μην έχουν αναρτηθεί σε ιστότοπο του διαδικτύου.
Να είναι πρωτότυπα.
Κάθε καλλιτέχνης μπορεί να υποβάλει μία μόνο συμμετοχή.
ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ :
Καταληκτική ημερομηνία υποβολής της συμμετοχής για την εικονογράφηση Παρασκευή 18/2/2016.Τα παιδιά μπορούν να την στείλουν το παραμύθι τους με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο , στο email : zxyrafi@yahoo.gr.
Καταληκτική ημερομηνία υποβολής της συμμετοχής για την εικονογράφηση Παρασκευή 18/2/2016.Τα παιδιά μπορούν να την στείλουν το παραμύθι τους με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο , στο email : zxyrafi@yahoo.gr.
Σας δημοσιοποιούμε τα 2 παραμύθια , ώστε οι μικροί εικονογράφοι να εμπνευστούν & να μας ταξιδέψ
Το 1ο παραμύθι είναι της μικρής Καλλινίκης , 9 ετών από το Κρανίδι Αργολίδος :
« Ο
ψαράς και το χωράφι
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια
φτωχική καλύβα ένας ψαράς. Αυτός ο ψαράς ξεκινούσε τη δουλειά του από την
ανατολή και τελείωνε το ηλιοβασίλεμα. Επειδή όμως τα ψάρια που ψάρευε ήταν λίγα
και δεν είχε πολλά χρήματα, σκέφτηκε μήπως ήταν καλύτερα να είχε ένα χωράφι,
κοντά στο δάσος.
Το όνειρο ήταν τόσο μεγάλο που και όταν
δούλευε το φανταζόταν συνέχεια. Μια μέρα, ψάρεψε ένα τόσο δα ψαράκι και
αναστέναξε: «Αχ, δε σου αξίζει μια τέτοια τύχη. Πώς να σε πουλήσω στον
ιχθυοπώλη; Θα σε αφήσω ελεύθερο».
Το ξαναέριξε στο νερό. Τότε εκείνο του
είπε με ανθρώπινη φωνή: «Σε ευχαριστώ που δε με σκότωσες. Γι’ αυτό θα σου
πραγματοποιήσω μια ευχή με το μαγικό μου κλειδί, που ξεκλειδώνει όλα τα κρυφά
όνειρα».
Ο ψαράς απάντησε: «Θα ήθελα ένα σπίτι
που να έχει ένα χωράφι, κοντά στο δάσος».
Έτσι κι έγινε. Το ψάρι άρχισε να
τραγουδάει:
«Μαγικό κλειδί με ακούς;
Θα ήθελε ο φτωχός μας ο ψαράς
Να ζούσε, να ζούσε
Σε ένα χωράφι κοντά στο δάσος
Κοντά κοντά
Στο δάσος!»
Μόλις τελείωσε το τραγούδι, του είπε:
«Τώρα θα εξαφανιστείς και θα πας εκεί. Αντίο!»
Με αυτά τα λόγια, ο ψαράς βρέθηκε σε ένα
χωράφι κοντά στο δάσος με ένα σπίτι όπως το είχε ονειρευτεί!
Μετά από ένα μήνα ο ψαράς ξέχασε το
ψαράκι και άρχισε να καλλιεργεί λαχανικά. Μετά από έναν χρόνο, ο ψαράς είχε μια
άνετη ζωή. Όμως σκεφτόταν συνέχεια τους φίλους του και την οικογένειά του. Έτσι
άρχισε να μετανιώνει γι’ αυτό που ήταν κάποτε το όνειρό του.
Μια μέρα, μη αντέχοντας τη μοναξιά του,
πήγε στο δάσος και άρχισε να κλαίει. Κάποια στιγμή τον άκουσε μια πεταλούδα με
κόκκινα φτερά και μπλε πιτσίλες. Λεγόταν Μάργκαρετ.
Η Μάργκαρετ τον πλησίασε και τον ρώτησε:
«Φτωχέ μου άνθρωπε, γιατί κλαις; Γιατί η λύπη σου πλημμυρίζει την καρδιά;»
Εκείνος σκούπισε τα δάκρυα και απάντησε:
«Δεν κλαίω μόνο για τη μοναξιά, κλαίω επειδή κάποτε ζούσα στην καταγάλανη
θάλασσα και μια μέρα φαντάστηκα αυτό το μέρος και ξεγελάστηκα. Πίστεψα πως εδώ
θα ήμουν πιο ευτυχισμένος».
«Και γιατί δεν είσαι ευτυχισμένος εδώ;»
τον ρώτησε η Μάργκαρετ. «Αφού τα έχεις όλα».
«Γιατί τώρα θέλω να γυρίσω στους φίλους
μου και στους συγγενείς μου κι ας είναι το σπιτάκι μου φτωχικό».
Η πεταλούδα έμεινε αμίλητη, μέχρι που
φώναξε χαρούμενη: «Το βρήκα! Ας πάμε στην αλεπού. Εκείνη θα ξέρει τι πρέπει να
κάνουμε! Έλα, πάμε.».
Μετά από λίγη ώρα έφτασαν στο σπίτι της
αλεπούς. Μόλις η Μάργκαρετ είπε στην αλεπού το πρόβλημα του ψαρά, εκείνη τους
συμβούλεψε να πάνε στην κουκουβάγια, τη σοφή του δάσους. Η πεταλούδα τα εξήγησε
όλα στην κουκουβάγια. Εκείνη έψαξε ένα από τα βιβλία της και ύστερα ρώτησε:
«Είσαι σίγουρος πως θες να γυρίσεις πίσω;» Ο ψαράς γονάτισε και είπε με δάκρυα
στα μάτια: «Ναι, ναι, θέλω να γυρίσω πίσω! Μου λείπουν οι φίλοι μου, οι
συγγενείς μου, το σπίτι μου, η βάρκα μου και η γαλανή θάλασσα! Σε παρακαλώ, σε
παρακαλώ, θέλω να γυρίσω! Σε ικετεύω! Τι κάνω εδώ πέρα μόνος μου;»
«Δε σε πειράζει η φτώχεια σου;» τον
ρώτησε η αλεπού.
«Όχι, δεν με πειράζει», απάντησε ο
ψαράς.
Η κουκουβάγια έριξε μια μαγική σκόνη στη
Μάργκαρετ, στην αλεπού, στον ψαρά και στον εαυτό της. Αμέσως βρέθηκαν στο σπίτι
του ψαρά, κοντά στη θάλασσα. Ο ψαράς ευχαρίστησε θερμά τους φίλους του. Μετά, η
κουκουβάγια, η αλεπού και η πεταλούδα Μάργκαρετ έφυγαν για το δάσος.
Κι ο φτωχός ψαράς κατάλαβε ότι ο
αληθινός πλούτος του είναι οι άνθρωποι που αγαπάει και τον αγαπούν και η γαλανή
του θάλασσα.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ».
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το 2ο Παραμύθι είναι της μικρής Ανδρονίκης , 10 ετών από το Μαρκόπουλο Μεσογαίας Αττικής :
« Μια
φορά κι έναν καιρό, ήταν πέντε φίλοι. Ο Παναγιώτης, η Χριστίνα, ο Λευτέρης, η
Σοφία και ο Σπύρος. Στους φίλους μας άρεσε πολύ η περιπέτεια. Έφτασε το
καλοκαίρι και οι δύο οικογένειες σχεδίαζαν να πάνε διακοπές στο Πήλιο, νοίκιασαν
ένα μεγάλο αυτοκίνητο με δέκα καθίσματα και ξεκίνησαν. Οδηγός ήταν ο κ. Νίκος
(ο μπαμπάς του Παναγιώτη και της Χριστίνας) και συνοδηγός ο κ. Γιάννης (ο
μπαμπάς του Λευτέρη, της Σοφίας και του Σπύρου). Δίπλα τους κάθονταν οι
μαμάδες. Ήμασταν σχεδόν στην μέση της διαδρομής όταν το αυτοκίνητο άρχισε να
κάνει κάτι περίεργους θορύβους, ο κ. Νίκος έστριψε το αυτοκίνητο σε ένα χωράφι
και ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε. Κατεβήκαμε. Οι μπαμπάδες μας ήταν πολύ
θυμωμένοι και οι μαμάδες μας επίσης.
-Που
θα βρούμε τώρα μηχανικό; Ρώτησε ο κ.
Νίκος.
-Δεν
ξέρω το κοντινότερο χωριό σύμφωνα με το τζιπιές απέχει αρκετά χιλιόμετρα. Είπε
ο κ. Γιάννης.
-Μήπως
έχει κανείς κανένα τηλέφωνο μηχανικού; Ρώτησε η κ. Σταυρούλα η γυναίκα του κ.
Γιάννη.
-Εγώ
έχω ένα θα προσπαθήσω να τον πάρω στο τηλέφωνο. Είπε η κ. Κατερίνα η γυναίκα
του κ. Νίκου.
-Ε,
άντε τι περιμένεις τόση ώρα πάρε τον μηχανικό! Είπε η κ. Σταυρούλα.
-Εντάξει
κάντε ησυχία είπε η κ. Κατερίνα. Εσείς παιδιά πηγαίνετε να παίξετε μην
απομακρυνθείτε πολύ. Σύμφωνοι;
-ΝΑΙ
φωνάξαμε όλοι μαζί.
Φύγαμε
και πήγαμε περίπατο στο δάσος. Έπειτα καθίσαμε αναστατωμένοι. Ο σκύλος μας ο
Ρέξ, ξάπλωσε δίπλα μας.
-Κρίμα
χάσαμε την εκδρομή είπε ο Λευτέρης.
-Ναι
πάνε οι καλοκαιρινές μας διακοπές. Εκτός και αν από θαύμα έρθει ο μηχανικός που
την προηγούμενη φορά η μαμά είχε πει ότι μένει στο Παλαιό Φάληρο, μέχρι να
έρθει θα νυχτώσουμε και δεν θα φτάσουμε εγκαίρως στο Πήλιο, είπε ο Παναγιώτης.
-Μα
τι λέτε εμείς πιστεύουμε στα θαύματα και ο μηχανικός θα έρθει εγκαίρως. Είπαν η
Χριστίνα και η Σοφία.
Μετά
αρχίσαμε να τσακωνόμαστε αν γίνονται ή δε γίνονται θαύματα. Ο μόνος που δεν συμμετείχε
στον καυγά ήταν ο Παναγιώτης.
-Κοιτάξτε
!είπε ο Παναγιώτης.
-Μια
αλεπού!!! φωνάξαμε όλοι μαζί.
-Μην
φωνάζετε θα την τρομάξετε, είπε η Σοφία.
Έπειτα ο Λευτέρης έβγαλε ένα σκυλομπισκότο από
την τσέπη του. Ο Ρέξ σηκώθηκε όρθιος κουνώντας την ουρά. Όμως αντί να ρίξει το
σκυλομπισκότο στον Ρέξ, ο Λευτέρης έριξε το σκυλομπισκότο στην αλεπού. Η αλεπού
το έφαγε και γλείφτηκε. Ο Ρέξ βλέποντας την αλεπού να τρώει το σκυλομπισκότο
του, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε όρθιος και γρύλισε. Άρχισε να τρέχει για να προλάβει
την αλεπού. Ο καημένος ο Σπύρος που κρατούσε το λουρί του Ρέξ είχε απογειωθεί
στον αέρα. Ο Σπύρος άφησε τα χεράκια του από το λουρί και θα έπεφτε κάτω αλλά ο
Παναγιώτης πρόλαβε και τον έπιασε. Συνεχίσαμε να τρέχουμε πίσω από τον Ρέξ. Σε
λίγο η αλεπού είχε χαθεί από τα μάτια μας. Σταματήσαμε.
-Έλα
Ρέξ πάμε πίσω αγόρι μου, είπε η Χριστίνα.
-Από
πια μεριά είναι οι γονείς μας; Ρώτησε ο Λευτέρης.
-Ωχ
όχι χαθήκαμε!!! Φωνάξαμε όλοι μαζί.
-Ο
Ρέξ φεύγει!!!φώναξε ο Σπύρος.
-Ρέξ
γύρνα πίσω, φώναξε η Σοφία.
-Έφυγε,
είπε ο Παναγιώτης, είμαστε μόνοι μας.
Ο
Παναγιώτης τότε πήρε τον Λευτέρη στους ώμους του και αυτός πήρε την Χριστίνα
στους ώμους του και η Σοφία ανέβηκε πάνω στους ώμους της Χριστίνας και
σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό δέντρο.
-Δεν
βλέπω τους γονείς μας, βλέπω μόνο δέντρα, μας φώναξε.
-Εντάξει
τώρα πήδα θα σε πιάσουμε, της είπε ο Παναγιώτης.
Καθίσαμε
κάτω απελπισμένοι και τότε εμφανίστηκε η αλεπού. Εμείς της ρίξαμε όλα τα σκυλομπισκότα.
Εκείνη αφού τα έφαγε άρχισε μας γρυλίζει και να μας κουνάει το κεφάλι της προς
μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τέλος η αλεπού άρπαξε τον Σπύρο με τα δόντια της και άρχισε να τρέχει.
Εμείς σηκωθήκαμε αναστατωμένοι και αρχίσαμε να τρέχουμε πίσω από την αλεπού και
εκείνη μας οδήγησε στην έξοδο. Εκεί η αλεπού άφησε κάτω τον Σπύρο και εξαφανίστηκε
μέσα στο δάσος. Εμείς πήγαμε στους γονείς μας και εκείνοι μας είπαν ότι θα
συνεχίζαμε την εκδρομή μας γιατί ο μηχανικός είχε έρθει και είχε φτιάξει το
αυτοκίνητο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο Ρέξ γάβγιζε χαρούμενος, η μαμά του Παναγιώτη
και της Χριστίνας μας έδωσε σάντουιτς με τυρί, ζαμπόν, ντομάτα και μαγιονέζα. Ο
κ. Νίκος έβαλε το κλειδί στη μηχανή και ξεκινήσαμε.
Επιτέλους
φτάσαμε στο Πήλιο, κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και ξεπακετάραμε. Ο ήλιος έδυε
και το ηλιοβασίλεμα φώτιζε με τα ωραιότερά του χρώματα τον ουρανό. Πήγαμε στο
ξενοδοχείο, βολέψαμε τα πράγματά μας και μετά πήγαμε για φαγητό σε μια ωραία
ταβέρνα που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο. Φάγαμε
και μετά πήγαμε και κοιμηθήκαμε. Όταν ξυπνήσαμε η ώρα ήταν οχτώ και μισή. Ο
μπαμπάς πρότεινε να πάμε βόλτα στο λιμάνι του Βόλου. Συμφωνήσαμε, ντυθήκαμε και
ξεκινήσαμε.
Στο
λιμάνι, ο κ. Γιάννης μας κέρασε παγωτό σοκολάτα με μπόλικο σιρόπι, τρούφα, σαντιγί και κερασάκι.
Αυτό το παγωτό ήταν αρχοντικό. Ο Σπύρος τότε ρώτησε:
-
Γιατί δεν υπάρχουν ψαράδες στο λιμάνι;
-
Γιατί οι ψαράδες έρχονται το πρωί με
πολλά και φρέσκα ψάρια, του είπε ο Παναγιώτης.
-
Εσένα πιο ψάρι σου αρέσει; Ρώτησε ο Παναγιώτης
τον μικρό Σπύρο.
-
Εμένα μου αρέσουν τα γαυράκια, του
Λευτέρη του αρέσει ο μπακαλιάρος και της Σοφίας η γλώσσα.
-
Α, εγώ σιχαίνομαι τον μπακαλιάρο αλλά
μου αρέσουν οι σαρδέλες και της Χριστίνας της αρέσει ο σολομός, είπε ο
Παναγιώτης.
Ελάτε
παιδιά πρέπει να φύγουμε, είπε η κ. Κατερίνα. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο ο
Παναγιώτης έπαιξε επιτραπέζια με τον Λευτέρη, ο Σπύρος έβλεπε κινούμενα σχέδια
στην τηλεόραση, η Χριστίνα με την Σοφία συζητούσαν και ο Ρέξ έπαιζε με την
Φιφή, ένα θηλυκό σκυλάκι που ήταν του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου.
Το
επόμενο πρωί ο ήλιος τρύπωσε από τα παραθυρόφυλλα. Με ξύπνησε, σηκώθηκα και
άνοιξα το παράθυρο. Μια γαλάζια πεταλούδα μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε πάνω στο
δάχτυλό μου, την καλημέρισα και μετά έφυγε από το ανοιχτό παράθυρο. Κατεβήκαμε
για πρωινό. Το μενού είχε κρέπες με μερέντα και μπανάνες. Αυτό θα πει πρωινό!!!
Πέρασαν
χρόνια από τότε, τα παιδιά αυτά τώρα εργάζονται και έχουν οικογένεια. Αυτή την
περιπέτεια που πέρασαν εκείνο το καλοκαίρι είναι το παραμύθι, το παραμύθι που
λένε στα παιδιά τους, το παραμύθι που έγραψαν μόνοι τους όταν ήταν και αυτοί
παιδιά. Όσο για τον Ρέξ, εκείνος παντρεύτηκε την Φιφή και έκαναν 6 πανέμορφα
κουταβάκια:
Τον
Άρη, τον Ρόκι, τον Μπουλούκο, την Τίγκι, την Ήρα και την Μπουμπού!!! Έτσι
έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!! ».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου